- διευθετούμαι
- διευθετούμαι, διευθετήθηκα, διευθετημένος βλ. πίν. 74
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
διαγορεύω — (AM διαγορεύω) διακηρύττω, αγορεύω με σαφήνεια αρχ. μσν. επιτάσσω, ορίζω ρητώς μσν. πιστοποιώ αρχ. 1. διηγούμαι λεπτομερώς 2. ομιλώ για κάτι 3. παθ. ορίζομαι, κανονίζομαι, διευθετούμαι … Dictionary of Greek